Η
γη της αφθονίας Η Λέσβος,
χαρακτηριστική περιοχή παραγωγής ελληνικών παραδοσιακών προϊόντων,
έχει να επιδείξει μοναδικά εδέσματα που περιστρέφονται γύρω από τα
κύρια προϊόντα που παράγει το νησί και συνθέτουν ολοκληρωμένες
προτάσεις υγιεινής διατροφής από την αρχαιότητα μέχρι το σύγχρονο
πρότυπο της Μεσογειακής Δίαιτας. Τα βασικά προϊόντα που τυποποιούνται
και εξάγονται επώνυμα από το νησί είναι το ελαιόλαδο, τα τυροκομικά,
τα αλίπαστα, το κρασί, το μέλι, καθώς και μια ευρεία ποικιλία
ποιοτικών παραδοσιακών εδεσμάτων με σπιτικές συνταγές, όπως
μαρμελάδες, γλυκά του κουταλιού, ζυμαρικά, σάλτσες, παξιμάδια, χάχλες
και πολλά άλλα, που παράγονται από οικοτεχνίες και γυναικείους
συνεταιρισμούς. Βασικό επίσης διατροφικό στοιχείο της γαστρονομικής
κουλτούρας της Λέσβου αποτελούν τα ιχθυρά και τα οστρακοειδή που
αλιεύονται στις καθαρές θάλασσες του νησιού, κάποια από τα οποία
αποτελούν διεθνώς σπάνια είδη, όπως τα χτένια, οι σαρδέλες Καλλονής,
τα νοστιμότατα χταπόδια κ.λ.π.
Και φυσικά, την κορωνίδα σε αυτό το πλούσιο
γευστικά τραπέζι της Λέσβου, αποτελεί το ούζο, που δένει σε έναν
απόλυτο συνδυασμό με την διατροφή με την κουλτούρα και την παράδοση,
δημιουργώντας μια μοναδική γαστρονομική εμπειρία σε παγκόσμιο
επίπεδο.
ΕΛΑΙΟΛΑΔΟ
Ο ελαιώνας της
Λέσβου που σκεπάζει απλόχερα το μεγαλύτερο μέρος του νησιού, απλώνεται
από τις ψηλές βουνοκορφές, μέχρι χαμηλά στις ακτές του, αγγίζοντας
πολλές φορές τη θάλασσα. Αναπόφευκτα έγινε το βασικό προϊόν του
νησιού, το οποίο στήριξε την επιβίωση άλλα και την άνθιση της
επιχειρηματικότητας για πολλές γενιές. Η οικονομική και πολιτιστική
ζωή της Λέσβου, είναι συνυφασμένες με την ελαιοκαλλιέργεια, καθώς η
σχέση τους είναι αποτυπωμένη σχεδόν σε κάθε πτυχή της ιστορίας της.
Η Λέσβος κατατάσσεται σήμερα ανάμεσα στις
μεγαλύτερες ελαιοπαραγωγές περιοχές της Ελλάδας. Ο Λεσβιακός ελαιώνας
εκτείνεται σε 450.000 στρέμματα, που αποτελούν το 29% της συνολικής
έκτασης του νησιού και το 79% της καλλιεργήσιμης γεωργικής γης. Οι
ποικιλίες των ελαιοδέντρων του νησιού είναι η Κολοβή, που αποτελεί το
65% του Λεσβιακού ελαιώνα και ωριμάζει βραδύτερα από τις άλλες στον
καρπό της, η Αδραμυτιανή, που είναι σχετικά πρώιμη και αποτελεί το
30%, η Λαδολιά (Θρούμπα), καθώς και άλλες ποικιλίες σε ποσοστό 5%.
Ο τρόπος που έβγαινε το λάδι από τον ελαιόκαρπο,
ακολούθησε στην πορεία των αιώνων την εξέλιξη της ανθρώπινης σκέψης
και του πολιτισμού. Στη Λέσβο, τα αρχαιότερα ευρήματα αυτής της
διαδικασίας βρέθηκαν στην περιοχή της Θερμής, όπου ανακαλύφθηκε ένα
πρωτόγονο ελαιοτριβείο που ανάγεται στην εποχή του χαλκού, 2800-2000
π.Χ. και αποτελείται από μια πέτρινη ρηχή σκάφη, μέσα στην οποία
άλεθαν τις ελιές.
Η διαδικασία έκθλιψης του ελαιοκάρπου πέρασε από
διάφορα στάδια μέσα από την εξέλιξη της Λέσβου: από τους χειροκίνητους
στους ζωοκίνητους λιόμυλους, στα πρώτα πιεστήρια, όπου ξεχώριζαν το
κουκούτσι από την ελιά, στην αντικατάσταση της κωνοειδούς μυλόπετρας
από την κυλινδρική γύρω στα 1844, μέχρι το τέλος του 19ου αιώνα, οπότε
άρχισαν να λειτουργούν στο νησί τα πρώτα ατμοκίνητα ελαιοτριβεία και
σήμερα βέβαια τα σύγχρονα ελαιοτριβεία, όπου χρησιμοποιούνται
αποκλειστικά μηχανικές μέθοδοι παραγωγής με χρήση φυγοκεντρικών
συστημάτων τριών φάσεων.
Το λεσβιακό ελαιόλαδο έχει καθιερωθεί ως το
ονομαστό προϊόν της υπαίθρου της Λέσβου, γεγονός που οφείλεται στην
πρόσθετη βιολογική του αξία, λόγω της αυξημένης ακορεστότητας των
λιπαρών του οξέων, στο ελαφρά χρυσοκίτρινο χρώμα. λόγω χαμηλής
περιεκτικότητας σε χλωροφύλλη - που αποτελεί και την καλύτερη άμυνα
στο χρόνο για το εμφιαλωμένο προϊόν - και τέλος στο ιδιαίτερο άρωμα
και τη γεύση της αιγαιοπελαγίτικης ελιάς.
Σήμερα, οι βιολογικές καλλιέργειες ακολουθούν μια
ραγδαία ανάπτυξη στη Λέσβο, δίνοντας περαιτέρω ώθηση στο υψηλής
ποιότητας λεσβιακό ελαιόλαδο, που αποτελεί το βασικό και πολύτιμο
συστατικό των τοπικών συνταγών και τις κάνει να ξεχωρίζουν από κάθε
άλλη περιοχή της Ελλάδας.
ΟΥΖΟ
Σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της γαστρονομικής
κουλτούρας της
Λέσβου, έπαιξαν τα κοινά γλέντια, που συνοδεύονταν από ούζο και
ντόπιους μεζέδες, η συμμετοχή στα οποία αποτελούσε σοβαρό κριτήριο
κοινωνικής καταξίωσης του ατόμου. Έτσι, το ούζο έχει συνδεθεί με την
καθημερινή ζωή στη Λέσβο, περισσότερο από κάθε άλλη περιοχή στην
Ελλάδα, καθώς ήταν πάντοτε η απαραίτητη συνοδεία στη διασκέδαση μιας
παρέας, αλλά και ενός ευρύτερου κοινωνικού κύκλου. Η ώρα του ούζου,
παραδοσιακά δεν είναι ώρα φαγητού, αλλά μια τελετουργική διαδικασία.
Είναι ώρα συζήτησης που λίγο-λίγο ανοίγει δρόμους επικοινωνίας.
Αντίθετα από τα εισαγόμενα σκληρά αλκοολούχα ποτά, το ούζο πίνεται από
συμποσιαστές, ανθρώπους δηλαδή που πίνουν μαζί ενώ ταυτόχρονα τρώνε
ελαφρά και συνδιαλέγονται. Δίκαια λοιπόν χαρακτηρίζεται το ούζο «ποτό
της παρέας».
Οι μεζέδες που συνόδευαν ανέκαθεν το ούζο, ήταν
ιδιαίτερα λιτοί. Ο μεζές προσφερόταν σε ένα πολύ μικρό πιάτο που
περιείχε κομμάτια από ντομάτες, ελιές, κρεμμύδι, χταπόδι και
περιστασιακά κρέας και τηγανητές πατάτες, αγγούρι, πράσα, φασολάδα ή
φασολάκια λαδερά. Οι καλύτεροι όμως μεζέδες ήταν οι αλμυροί, καθώς
όπως λέγεται «το ρακί τραβά αλάτι». Γι’ αυτό, ένας από τους καλύτερους
μεζέδες είναι τα παστά (χαψιά, σαρδέλες, κολιός κ.λ.π.). Οι αντζούγες
φυλάσσονταν σε στρώσεις αλατιού όλο το χρόνο μέσα σε βαρέλια. Ένα
ακόμα εξαιρετικό μεζεδάκι ήταν το σκουμπρί που φυλασσόταν ωμό μέσα σε
σαλαμούρα (διάλυμα νερού, αλατιού και ξυδιού). Στις παραθαλάσσιες
περιοχές, το ψητό χταπόδι ήταν γνωστό ως εξαιρετικός μεζές, μαζί με
διάφορα θαλασσινά, όπως ωμά ή μαγειρεμένα χτένια, μπακαλιάρος,
σαρδέλες ψητές ή παστές.
Το ούζο το έπιναν σε μικρά κανονάκια, δηλαδή
σωληνωτά ποτηράκια με χονδρό πάτο, που το καθένα χωρούσε 3-4 γουλιές
ούζου αναμεμιγμένο με νερό. Με αυτό τον τρόπο μπορούσαν να ελέγχουν
την ποσότητα που έπιναν, αλλά και να επαναλαμβάνουν την εθιμοτυπική
κίνηση του ξαναγεμίσματος του ποτηριού με ούζο και νερό. Ένα ακόμα
μυστικό που είχαν τα κανονάκια ήταν ότι έμενε η μύτη έξω από το ποτήρι
καθώς έπιναν ούζο και έτσι δεν ανέπνεαν τις αναθυμιάσεις, οι οποίες
μπορούν να οδηγήσουν πιο εύκολα σε κατάσταση μέθης.
Σήμερα, η παράδοση που συνδέει το ούζο με τον
απλό και καλό μεζέ, έχει διατηρηθεί στο νησί, αφού θεωρείται ορεκτικό
τόσο στη Λέσβο όσο και στην υπόλοιπη Ελλάδα. Eξακολουθεί να σερβίρεται
με παραδοσιακά πιάτα, όπως είναι οι αντζούγες, τα όσπρια και τα λαδερά
φασολάκια, καθώς και μια ποικιλία από εξαιρετικές τοπικές σπεσιαλιτέ,
όπως παστές σαρδέλες, ψητό χταπόδι, γιαλαντζήδες κ.λ.π.
Το ούζο παραμένει κυρίαρχο γαστρονομικό στοιχείο
της κουλτούρας του νησιού, καθώς σχετίζεται με τον τρόπο ζωής των
κατοίκων, που πηγάζει από τα βάθη των παραδόσεων, με αυστηρό κριτήριο
την ποιότητα και την απόλαυση. Οι σπάνιες συνταγές ουζομεζέδων,
αποτελούν μια τεράστια γαστρονομική κληρονομιά μοναδικής ποιότητας,
που έχει τις ρίζες της στην αρχαιότητα. Η «ουζοκατάνυξη» είναι μια
μοναδική συγκυρία ψυχαγωγίας, κοιννωνικότητας και ευζωίας, που
συνεχώς κερδίζει έδαφος στις διεθνείς γαστρονομικές προτιμήσεις.
ΚΡΑΣΙ
Τα κρασιά της Λέσβου ήταν περιζήτητα από την
αρχαιότητα. Κατά τον Αρχέστρατο τον Δειπνολόγο (4ος
αι.π.Χ.) αρχαίο συγγραφέα και φανατικό γευσιγνώστη, το κρασί της
Λέσβου ήταν το καλύτερο της αρχαιότητας. Ο ποιητής Αρίσταρχος
εκθειάζει τον «Γλυκύχυμον και Ευωδέστατον» οίνο της Λέσβου και τον
αποκαλεί «Αμβροσίαν», ο δε Λατίνος Βιργίλιος γράφει: «Δεν κρέμονται
από τα δικά μας αμπέλια ίδια τσαμπιά σαν εκείνα που τρυγάει η Λέσβος
από τα κλήματα της Μήθυμνας». Επίσης, ο Διογένης ο Λαέρτιος κάνοντας
αναφορά στο μεγάλο τέκνο της Λέσβου, τον Πιττακό, γράφει: «Νόμους
έθηκεν (ο Πιττακός) τω μεθυώντι εάν αμάρτη διπλήν είναι ζημίαν ίνα μη
μεθύωσι, πολλού κατά Νήσον οίνου γενομένου».
Παρήγαγε λοιπόν η Λέσβος καλό κρασί και μάλιστα
σε μεγάλη ποσότητα από την αρχαιότητα και μέχρι τις αρχές περίπου του
19ου αιώνα, όταν τα αμπέλια άρχισαν σιγά-σιγά να αντικαθίστανται από
ελαιόδενδρα. Μέχρι σήμερα όμως, συνεχίζει να παράγεται πολύ καλής
ποιότητας κρασί από μεμονωμένους παραγωγούς, ενώ στην ηφαιστειογενή
περιοχή της Δυτικής Λέσβου λειτουργεί επισκέψιμη μονάδα παραγωγής
εξαιρετικού βιολογικού κρασιού.
Στις μέρες μας βέβαια, η οινοποσία έχει εξελιχθεί
σε γευσιγνωστική τέχνη, καθώς υπάρχουν εξειδικευμένοι κανόνες για τη
σωστή απόλαυση που μπορεί τελικά να προσφέρει. Ένα καλά συντηρημένο
κρασί, είναι ευθύνη του καταναλωτή, αφού υπάρχουν σημαντικοί
παράγοντες που διαμορφώνουν το αποτέλεσμα. Ένα πλούσιο γεύμα με πολλές
και πικάντικες γεύσεις, χρειάζεται κρασί με εξίσου δυνατό άρωμα και
προσωπικότητα, ενώ ένα απλό γεύμα και γενικώς η ελαφριά κουζίνα, δένει
καλύτερα με κρασιά που έχουν φίνο άρωμα.
Ενσωματωμένο λοιπόν στην γαστρονομική κουλτούρα
της Λέσβου από την αρχαιότητα, το κρασί συνοδεύει άριστα μια μεγάλη
ποικιλία από τοπικές συνταγές, πλαισιώνοντας ιδανικά τα γεύματα και
εμψυχώνοντας τις παραδοσιακές γιορτές. Άλλος ένας πρωταγωνιστής λοιπόν
στο λεσβιακό τραπέζι που δένει την καλή διάθεση με τις γευστικές
απολαύσεις της τοπικής κουζίνας.
ΤΥΡΟΚΟΜΙΚΑ
Τα τυροκομικά
είναι μια από τις βασικότερες κατηγορίες προϊόντων που παράγονται στο
νησί της Λέσβου. Εδώ η κτηνοτροφία ευνοείται από τις ηφαιστιογενείς
περιοχές και τα πολλά βοσκοτόπια, σε συνδυασμό με το ήπιο κλίμα. Η
πλούσια ποικιλία της χλωρίδας, το έδαφος και το κλίμα επηρεάζουν την
ποιότητα του γάλακτος που χρησιμοποιείται στην τυροκομία και συνεπώς
και του ίδιου του τυριού. Ο ανθρώπινος παράγοντας επίσης, έχει
διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο στη γευστική μοναδικότητα των τοπικών
τυροκομικών προϊόντων, αφού η άριστη ποιότητά τους είναι άρρηκτα
συνδεδεμένη με τη γνώση των βιοτόπων, των συστημάτων εκτροφής των
ντόπιων φυλών αιγοπροβάτων και των τεχνικών της τυροκομικής.
Τα τυροκομικά προϊόντα της Λέσβου είναι
αποτέλεσμα μακραίωνης εμπειρίας και σε συνδυασμό με τις
εδαφοκλιματολογικές συνθήκες, είναι αναγνωρίσιμα προϊόντα σε διεθνές
επίπεδο και μάλιστα με Ονομασία Προέλευσης. Από τα είκοσι είδη τυριών
που έχει σήμερα η Ελλάδα προστατευόμενα από την Ε.Ε. τα τρία είναι
λεσβιακά. Έτσι λοιπόν, η τοπική παραγωγή τυροκομικών προϊόντων στο
νησί, έχει να παρουσιάσει μια σειρά από ξεχωριστές γεύσεις και
ποικιλίες τυριών, όπως το Λαδοτύρι, το Κασέρι Ερεσού και τη Φέτα που
είναι ΠΟΠ, αλλά και παραδοσιακά τυριά όπως η γραβιέρα, το τουλουμοτύρι
καθώς και δυο είδη μυζήθρας (φρέσκια και ξηρή).
Η Λέσβος διατηρεί αναλοίωτο το προνόμιο των
ξεχωριστών τυροκομικών προϊόντων της, που παίζουν θεμελιώδη ρόλο στις
τοπικές συνταγές και στη γαστρονομική κουλτούρα του νησιού. Τα
περισσότερα από τα τοπικά φαγητά έχουν ως βάση αυτές τις ιδιαίτερες
ποικιλίες τυριών προσθέτοντας μια μοναδικότητα στη παραδοσιακή κουζίνα
της Λέσβου.
ΙΧΘΗΡΑ ΚΑΙ ΑΛΙΠΑΣΤΑ
Περίοπτη θέση
στις γαστρονομικές συνήθειες της Λέσβου έχουν από την αρχαιότητα τα
κάθε λογής ιχθηρά και οστρακοειδή, που αλιεύονται καθημερινά από τα
ψαροκάικα στις πεντακάθαρες θάλασσες που περιβάλλουν το νησί.
Oι σύγχρονες ανασκαφές μάλιστα, έφεραν στο φως
μια δεξαμενή που λέγεται ότι την έφτιαξε ο Λούκουλλος για να
προμηθεύεται πάντα το φρέσκο ψάρι. Tο “τριηρικό” όπως λεγόταν,
συνδεόταν με τη θάλασσα, χρησιμεύοντας στη συγκέντρωση ψαριών, ώστε να
διατηρούνται ζωντανά και να τα βρίσκει κανείς πάντα φρέσκα. Έχει
μάλιστα καταγραφεί ότι τον 2ο αιώνα π.X., που παρουσιάστηκε σημαντική
οικονομική άνοδος και εγκατάσταση πλουσίων και σημαντικών ανθρώπων στο
νησί, ήταν μόδα της εποχής τα καλύτερα πιάτα να είναι τα θαλασσινά.
Σήμερα, πολλά από τα ψάρια παστώνονται με
διάφορους τρόπους, καθώς αποτελούν ιδανικό μεζέ για το ούζο.
Πασίγνωστη σε όλο τον κόσμο εδώ και αιώνες, η σαρδέλα Καλλονής ή
παπαλίνα, που διακρίνεται από το μικρό της μέγεθος και τη μοναδική
γεύση, έχει καταγραφεί στις μαρτυρίες περιηγητών που πέρασαν στο
παρελθόν από το νησί. Αποτελεί ένα θρεπτικότατο και γευστικότατο
έδεσμα, ψητή ή τηγανητή, αλλά και τον ιδανικότερο ουζομεζέ όταν
παστωθεί. Η παστή σαρδέλα/, τα χτένια, τα κυδώνια και πλήθος άλλων
οστρακοειδών, αποτελούν τα εξαιρετικά σούσι της γαστρονομίας της
Λέσβου.
Στην κατηγορία των παστών, ο κολιός, ο γαύρος, η
αντζούγια και η λακέρδα, επίσης επεξεργάζονται και τυποποιούνται με
καθαρά αγνό, παραδοσιακό τρόπο, προσφέροντας προϊόντα υψηλής
ποιότητας, που αποδίδονται σε μεγάλο βαθμό στις κλιματολογικές
συνθήκες και στο πλαγκτόν που υπάρχει στη θαλάσσια περιοχή, ιδιαίτερα
στους δυο κόλπους του νησιού, της Γέρας και της Καλλονής. Η
τροποποιητική διαδικασία στις βιοτεχνίες επεξεργασίας και τυποποίησης
ψαριών που λειτουργούν, γίνεται με καθαρά εμπειρικό τρόπο που
μεταφέρεται από γενιά σε γενιά, ενώ βελτιώνεται με τη χρήση σύγχρονων
μηχανημάτων και φυσικά με την πολυετή πείρα.
Ειδικότερα για τις σαρδέλες πρέπει να γνωρίζουμε
ότι περιέχουν πρωτεΐνες υψηλής βιολογικής αξίας και αποτελούν βασική
πηγή ω-3 λιπαρών οξέων. Στις ευεργετικές επιδράσεις τους
συγκαταλέγονται η μείωση της αρτηριακής πίεσης, των τριγλυκεριδίων,
της τάσης δημιουργίας θρόμβων, ενώ έχουν και αντιφλεγμονώδη δράση. Η
κατάθλιψη, η κακή ψυχολογική διάθεση σε ενηλίκους καθώς και προβλήματα
συμπεριφοράς και μαθησιακές δυσκολίες σε παιδιά, έχουν συσχετιστεί με
χαμηλά επίπεδα ω-3 λιπαρών οξέων. Έτσι, εκτός από την γευστική
απόλαυση, η σαρδέλλα μας προσφέρει και σημαντικές θρεπτικές και
θεραπευτικές ιδιότητες.
Δεν είναι λοιπόν τυχαίο το γεγονός, ότι ανάμεσα
στην τεράστια ποικιλία που διαθέτει η Λεσβιακή κουζίνα, τα θαλασσινά
πιάτα παίζουν πρωταγωνιστικό ρόλο στο τραπέζι κάθε σωστού γευσιγνώστη.
Εξάλλου, χαρακτηριστικό είναι ότι κάθε γωνιά της Λέσβου, από τις πιο
κοσμοπολίτικες περιοχές μέχρι τις πιο ήσυχες παραλίες, είναι διάσπαρτη
από ταβέρνες, όπου ο επισκέπτης μπορεί να απολαύσει φρεσκότατα ψάρια
και θαλασινούς μεζέδες.
ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΑ ΕΔΕΣΜΑΤΑ
Τα τελευταία
χρόνια έχει αρχίσει να αναπτύσσεται δυναμικά στη Λέσβο ο κλάδος των
παραδοσιακών εδεσμάτων, από τοπικές οικοτεχνίες και γυναικείους
συνεταιρισμούς, που αναβιώνουν και διατηρούν παλιές σπιτικές συνταγές,
παράγοντας προϊόντα υψηλής προστιθέμενης αξίας. Ειδικότερα οι
γυναικείοι συνεταιρισμοί, που συνεχώς αυξάνονται τα τελευταία χρόνια
στη Λέσβο, παράγουν μια ευρεία ποικιλία παραδοσιακών προϊόντων, που
εμπλουτίζει την τοπική παραγωγή και δίνει ζωντάνια στη λεσβιακή
ύπαιθρο.
Η δραστηριότητες των οικοτεχνιών και των
γυναικείων συνεταιρισμών αφορούν κυρίως στην παραγωγή παραδοσιακών
ειδών διατροφής, αγροτουριστικές υπηρεσίες, είδη οικοτεχνίας, λαϊκής
τέχνης κ.λ.π. Έτσι, μια πλούσια ποικιλία προϊόντων έχει αναδυθεί στην
τοπική παραγωγή, όπως γλυκά ταψιού και κουταλιού (βύσσινο, καρπούζι,
κεράσι, κολοκύθι, κυδώνι, μήλο, σταφύλι, σύκο, κ.ά), βιολογικά
σοκολατάκια, αμυγδαλωτά, παστέλια, κουλουράκια, παξιμάδια γλυκάνισου,
μαρμελάδες. Παράγουν ακόμη διάφορα ηδύποτα, (από βανίλια, βατόμουρο,
βερίκοκο, βύσσινο, δυόσμο, μανταρίνι, μαστίχα, πικραμύγδαλο, ρόδι και
φράουλα). Μοναδικές είναι επίσης οι τοπικές σάλτσες, ενώ
συσκευάζονται και διάφορα βότανα, αρωματικά φυτά, ελιές, τουρσί,
αμπελόφυλλα, χυλοπίτες, μακαρονάκι με παραδοσιακές συνταγές και
παραδοσιακό λαδοτύρι. Πολλοί γυναικείοι συνεταιρισμοί έχουν καταφέρει
να αναπτυχθούν και στον τομέα της λαϊκής τέχνης με την δημιουργία
εκλεκτών ειδών σε κεντήματα, υφαντά, καλάθια, εργόχειρα, εικόνες από
παλιό ξύλο κ.ά. Σημαντικό είναι το γεγονός, ότι κάποιοι συνεταιρισμοί
έχουν αρχίσει να ασχολούνται και με τον αγροτουρσιμό, έναν τομέα με
σημαντικές προοπτικές ανάπτυξης, καθώς το νησί διαθέτει μια μεγάλη
ποικιλομορφία παραδοσιακών οικισμών και σφύζει από φυσικό πλούτο.
Στο πλαίσιο αυτό, λειτουργούν ταβέρνες εκλεκτών
παραδοσιακών εδεσμάτων, επισκέψιμα εργαστήρια παραγωγής και
καταλύμματα, που συνδυάζουν αγροτουριστικές δραστηριότητες με
περιπατητικές διαδρομές και τουρισμό περιπέτειας, για τους επισκέπτες
που ελκύονται από εναλλακτικές προτάσεις διακοπών. Βλέπουμε λοιπόν,
ότι η Λέσβος έχει βρει το δρόμο της στις σύγχρονες τουριστικές τάσεις,
αξιοποιώντας τους γαστρονομικούς θησαυρούς της, που σε συνδυασμό με
άλλες μορφές εναλλακτικού τουρισμού, απευθύνονται σε κάθε είδους
προτιμήσεις.
|